αστύλου

αστύλου
ἀστύλου
ἀστύ̱λου , ἄστυλος
without pillar: masc /fem /neut gen sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἀστύλου — Ἀστύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστύλου — ἀστύ̱λου , ἄστυλος without pillar masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυθαγόρας — I Έλληνας φιλόσοφος και μαθηματικός (Σάμος 585 – 565 π.Χ. – ; Μεταπόντιον 500; π.X.). Αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα του εξαιτίας ίσως της τυραννίας του Πολυκράτη, και πήγε στη Μεγάλη Ελλάδα και στον Κρότωνα όπου, κατά το 530, ίδρυσε τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”